ηθογράφος, ο — η ου, αυτός που ασχολείται με την ηθογραφία: Οι νεοέλληνες ηθογράφοι χρησιμοποίησαν τη δημοτική πρώτα στους διαλόγους και έπειτα στο σύνολο των έργων τους. – Ηθογράφος της ανθρώπινης ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ηθογραφία — Λογοτεχνικός όρος. Σημαίνει την απεικόνιση και περιγραφή σε πεζό ή έμμετρο λόγο του τρόπου ζωής ενός λαού και ιδιαίτερα των ηθών και των εθίμων του. Στα νεοελληνικά γράμματα συστηματικότερη ηθογράφηση του λαού εμφανίζει η λογοτεχνία των δύο… … Dictionary of Greek
ηθογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ηθογραφία, που περιέχει ηθογραφικά στοιχεία, που αποτελεί ηθογραφία («ηθογραφικό διήγημα», «ηθογραφική μελέτη» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Κ. Δ. Σούτζο] … Dictionary of Greek
ηθογραφώ — (AM ἠθογραφῶ, έω) [ηθογράφος] ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek